πλαστικό
[plastiˈko]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Plastikθηλυκό | Femininum, weiblich fπλαστικόKunststoffαρσενικό | Maskulinum, männlich mπλαστικόπλαστικό