„πλαστελίνη“: θηλυκό πλαστελίνη [plasteˈlini]θηλυκό | Femininum, weiblich f Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Knetmasse, Knete Knetmasseθηλυκό | Femininum, weiblich f πλαστελίνη πλαστελίνη Kneteθηλυκό | Femininum, weiblich f πλαστελίνη οικείο | umgangssprachlichοικ πλαστελίνη οικείο | umgangssprachlichοικ