„πλακατζής“: αρσενικό πλακατζής [plakaˈdzis]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Witzbold Witzboldαρσενικό | Maskulinum, männlich m πλακατζής πλακατζής