„πλακάκι“: ουδέτερο πλακάκι [plaˈkakji]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Kachel, Fliese Kachelθηλυκό | Femininum, weiblich f πλακάκι τοίχου πλακάκι τοίχου Flieseθηλυκό | Femininum, weiblich f πλακάκι δαπέδου πλακάκι δαπέδου