πλαδαρός
[plaðaˈros], πλαδαρή, πλαδαρόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj μεταφορικά | in übertragenem SinnμτφVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- schlaff, schwabb(e)ligπλαδαρόςπλαδαρός
exemples
- πλαδαρά μάγουλαπληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural nplHängebackenπληθυντικός | Plural pl