„πλαγίως“: επίρρημα πλαγίως [plaˈjios]επίρρημα | Adverb adv Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) seitwärts, indirekt seitwärts πλαγίως πλαγίως indirekt πλαγίως εμμέσως πλαγίως εμμέσως