πηδώ
[piˈðo]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <-άς; -ηξα/-ησα; -ήθηκα/-ήχτηκα; -η(γ)μένος>Vue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
πηδώ
[piˈðo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-άς; -ηξα/-ησα; -ήθηκα/-ήχτηκα; -η(γ)μένος>Vue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- überspringenπηδώ κεφάλαιοπηδώ κεφάλαιο
- überschlagenπηδώ σελίδαπηδώ σελίδα
- überquerenπηδώ διασχίζωπηδώ διασχίζω