„πηγαιμός“: αρσενικό πηγαιμός [pijeˈmos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Hinweg, Hinfahrt Hinwegαρσενικό | Maskulinum, männlich m πηγαιμός Hinfahrtθηλυκό | Femininum, weiblich f πηγαιμός πηγαιμός