πετυχαίνω
[petiˈçeno]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-α; -ημένος>Vue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
πετυχαίνω
[petiˈçeno]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <-α; -ημένος>Vue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- πετυχαίνω
- durchkommenπετυχαίνω μέσω εξέτασης, επιτυγχάνωπετυχαίνω μέσω εξέτασης, επιτυγχάνω
- treffenπετυχαίνω βολή, σουτπετυχαίνω βολή, σουτ