„περιττός“ περιττός [periˈtos], περιττή, περιττόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) überflüssig, unnötig, ungerade überflüssig, unnötig περιττός περιττός ungerade περιττός αριθμός περιττός αριθμός exemples κάθε περαιτέρω σχόλιο είναι περιττό jedes weitere Wort erübrigt sich κάθε περαιτέρω σχόλιο είναι περιττό