περιτομή
[peritoˈmi]θηλυκό | Femininum, weiblich fVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Beschneidungθηλυκό | Femininum, weiblich fπεριτομή ιατρική | Medizinιατρ θρησκεία | Religionθρησκπεριτομή ιατρική | Medizinιατρ θρησκεία | Religionθρησκ