περιπετειώδης
[peripetiˈoðis], περιπετειώδης, περιπετειώδεςεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- abenteuerlichπεριπετειώδηςπεριπετειώδης
- erlebnisreich.περιπετειώδης ημέραπεριπετειώδης ημέρα
exemples
- περιπετειώδης ιστορίαθηλυκό | Femininum, weiblich fAbenteuerromanαρσενικό | Maskulinum, männlich m