περιληπτικός
[periliptiˈkos], περιληπτική, περιληπτικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- zusammenfassendπεριληπτικόςπεριληπτικός
exemples
- περιληπτικός όροςαρσενικό | Maskulinum, männlich m γραμματική | GrammatikγραμμSammelbegriffαρσενικό | Maskulinum, männlich m