„περίβλημα“: ουδέτερο περίβλημα [peˈrivlima]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Mantel, Gehäuse, Hülle (Schütz-)Hülleθηλυκό | Femininum, weiblich f περίβλημα γεν περίβλημα γεν Mantelαρσενικό | Maskulinum, männlich m περίβλημα τεχνική | Technikτεχν Gehäuseουδέτερο | Neutrum, sächlich n περίβλημα τεχνική | Technikτεχν περίβλημα τεχνική | Technikτεχν