πείραμα
[ˈpirama]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Experimentουδέτερο | Neutrum, sächlich nπείραμαVersuchαρσενικό | Maskulinum, männlich mπείραμαπείραμα
exemples
- πείραμα σε ζώαTierversuchαρσενικό | Maskulinum, männlich m