πείνα
[ˈpina]θηλυκό | Femininum, weiblich fVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Hungerαρσενικό | Maskulinum, männlich mπείναπείνα
exemples
- απεργία πείναςHungerstreikαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- πεθαίνω της πείναςeinen Riesenhunger haben