„παρακινώ“: μεταβατικό ρήμα παρακινώ [parakjiˈno]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) anregen, antreiben, bewegen, verleiten anregen, antreiben, bewegen παρακινώ παρακινώ verleiten (σε zu) παρακινώ σε κάτι κακό παρακινώ σε κάτι κακό