παράσημο
[paˈrasimo]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Ordenαρσενικό | Maskulinum, männlich mπαράσημοMedailleθηλυκό | Femininum, weiblich fπαράσημοAuszeichnungθηλυκό | Femininum, weiblich fπαράσημοπαράσημο