παντογνώστης
[pandoˈɣnostis]αρσενικό | Maskulinum, männlich mVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Alleswisserαρσενικό | Maskulinum, männlich mπαντογνώστηςπαντογνώστης
- Besserwisserαρσενικό | Maskulinum, männlich mπαντογνώστης μειωτικός όρος | pejorativ, abwertendμειωτπαντογνώστης μειωτικός όρος | pejorativ, abwertendμειωτ