παιχνιδιάρης
[pexniˈðjaris], παιχνιδιάρα, παιχνιδιάρικοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- verspielt, spielerischπαιχνιδιάρης παιδί, γάταπαιχνιδιάρης παιδί, γάτα