παιδικότητα
[peðiˈkotita]θηλυκό | Femininum, weiblich fVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Kindereiθηλυκό | Femininum, weiblich fπαιδικότηταKindlichkeitθηλυκό | Femininum, weiblich fπαιδικότηταπαιδικότητα