παγοπέδιλο
[paɣoˈpeðilo]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Schlittschuhαρσενικό | Maskulinum, männlich mπαγοπέδιλοπαγοπέδιλο
- Kufeθηλυκό | Femininum, weiblich fπαγοπέδιλο έλκηθρουπαγοπέδιλο έλκηθρου