„οφειλή“: θηλυκό οφειλή [ofiˈli]θηλυκό | Femininum, weiblich f Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Schuld, Pflicht Schuldθηλυκό | Femininum, weiblich f οφειλή χρέος οφειλή χρέος Pflichtθηλυκό | Femininum, weiblich f οφειλή καθήκον οφειλή καθήκον