„οριοθετώ“: μεταβατικό ρήμα οριοθετώ [orioθeˈto]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-σα; -ήθηκα> Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) abgrenzen, abstecken abgrenzen οριοθετώ προσδιορίζω τα όρια οριοθετώ προσδιορίζω τα όρια abstecken οριοθετώ σύνορο οριοθετώ σύνορο exemples οριοθετώ εσοχή einrücken οριοθετώ εσοχή