„ορατόριο“: ουδέτερο ορατόριο [oraˈtorio]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Oratorium Oratoriumουδέτερο | Neutrum, sächlich n ορατόριο ορατόριο