οπισθοδρόμηση
[opisθoˈðromisi]θηλυκό | Femininum, weiblich fVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Rückzugαρσενικό | Maskulinum, männlich mοπισθοδρόμηση οπισθοχώρησηοπισθοδρόμηση οπισθοχώρηση
- Rückstandαρσενικό | Maskulinum, männlich mοπισθοδρόμηση αναχρονισμός μεταφορικά | in übertragenem SinnμτφRückschrittαρσενικό | Maskulinum, männlich mοπισθοδρόμηση αναχρονισμός μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφοπισθοδρόμηση αναχρονισμός μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ