ομώνυμος
[oˈmonimos], ομώνυμη, ομώνυμοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- gleichnamigομώνυμοςομώνυμος
- homonym, gleichlautendομώνυμος γλωσσομώνυμος γλωσσ
exemples
- ομώνυμος ρόλοςαρσενικό | Maskulinum, männlich m θέατρο | TheaterθεατTitelrolleθηλυκό | Femininum, weiblich f