ομόφωνος
[oˈmofonos], ομόφωνη, ομόφωνοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- einstimmig, einmütigομόφωνοςομόφωνος
- einhelligομόφωνος γνώμηομόφωνος γνώμη