„ολιγάριθμος“ ολιγάριθμος [oliˈɣariθmos], ολιγάριθμη, ολιγάριθμοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) kaum besucht kaum besucht ολιγάριθμος ολιγάριθμος