οικογένεια
[ikoˈjenia]θηλυκό | Femininum, weiblich fVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Familieθηλυκό | Femininum, weiblich fοικογένεια βοτανική | Botanikβοτοικογένεια βοτανική | Botanikβοτ
exemples
- οικογένεια γλωσσώνSprachfamilieθηλυκό | Femininum, weiblich f
- οικογένεια γραφικών χαρακτήρωνSchriftartθηλυκό | Femininum, weiblich f
- οικογένεια εργατικής τάξηςArbeiterfamilieθηλυκό | Femininum, weiblich f
masquer les exemplesmontrer plus d’exemples