οδηγία
[oðiˈjia]θηλυκό | Femininum, weiblich fVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Anweisungθηλυκό | Femininum, weiblich fοδηγία υπόδειξη, εντολήοδηγία υπόδειξη, εντολή
- Anleitungθηλυκό | Femininum, weiblich fοδηγία καθοδήγησηοδηγία καθοδήγηση
exemples
- οδηγίες χρήσεωςGebrauchsanweisungθηλυκό | Femininum, weiblich f
- οδηγία της ΕΕEU-Richtlinieθηλυκό | Femininum, weiblich f
- οδηγία χειρισμούBedienungsvorschriftθηλυκό | Femininum, weiblich f
masquer les exemplesmontrer plus d’exemples