ογκώδης
[oŋˈgoðis], ογκώδης, ογκώδεςεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- ογκώδης μεγάλου όγκου
- umfangreichογκώδης μεγάλου μεγέθουςογκώδης μεγάλου μεγέθους