„οίνος“: αρσενικό οίνος [ˈinos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Wein Weinαρσενικό | Maskulinum, männlich m οίνος οίνος exemples ερυθρός οίνος Rotweinαρσενικό | Maskulinum, männlich m ερυθρός οίνος λευκός οίνος Weißweinαρσενικό | Maskulinum, männlich m λευκός οίνος αφρώδης οίνος Schaumweinαρσενικό | Maskulinum, männlich m αφρώδης οίνος