„ξυλοβελόνα“: θηλυκό ξυλοβελόνα [ksiloveˈlona]θηλυκό | Femininum, weiblich f Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Holzstift Holzstiftαρσενικό | Maskulinum, männlich m ξυλοβελόνα ξυλοβελόνα