ξεφορτίζομαι
[kseforˈtizome]μεσοπαθητικό ρήμα | mediopassives Verb v/mp <-στηκα; -σμένος>Vue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- sich entladenξεφορτίζομαι ηλεκτρολογία | Elektrizität, Elektrotechnikηλεκτρξεφορτίζομαι ηλεκτρολογία | Elektrizität, Elektrotechnikηλεκτρ