ξερνώ
[kserˈno]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t &αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <-άς; -ασα; -ασμένος>Vue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- erbrechenξερνώ κάνω εμετόξερνώ κάνω εμετό
- kotzenξερνώ οικείο | umgangssprachlichοικξερνώ οικείο | umgangssprachlichοικ
- spülenξερνώ ξεβράζωξερνώ ξεβράζω
- ausplaudernξερνώ ομολογώξερνώ ομολογώ