ξεριζώνω
[kseriˈzono]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-σα; -θηκα; -μένος>Vue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- entwurzelnξεριζώνω αποσπώ με τις ρίζεςξεριζώνω αποσπώ με τις ρίζες
- abreißenξεριζώνω αποσπώ βίαιαξεριζώνω αποσπώ βίαια
- ausrottenξεριζώνω εξαλείφωξεριζώνω εξαλείφω