ξεπροβάλλω
[kseproˈvalo]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <-αλα>Vue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- erscheinen, auftretenξεπροβάλλω εμφανίζομαιξεπροβάλλω εμφανίζομαι
- sichtbar werden, auftauchenξεπροβάλλω φαίνομαιξεπροβάλλω φαίνομαι
- durchdringen, hervorlugen (μέσα απο aus)ξεπροβάλλω ήλιοςξεπροβάλλω ήλιος