„ξεμοντάρισμα“: ουδέτερο ξεμοντάρισμα [ksemonˈdarizma]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Ausbau Ausbauαρσενικό | Maskulinum, männlich m ξεμοντάρισμα μηχάνημα, έπιπλο ξεμοντάρισμα μηχάνημα, έπιπλο