„ξεκαρδιστικός“ ξεκαρδιστικός [ksekarðistiˈkos], ξεκαρδιστική, ξεκαρδιστικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) urkomisch urkomisch ξεκαρδιστικός ξεκαρδιστικός