„ξέρα“: θηλυκό ξέρα [ˈksera]θηλυκό | Femininum, weiblich f Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Klippe, Dürre, Riff (Überwasser-)Riffουδέτερο | Neutrum, sächlich n ξέρα γεωλογία | Geologieγεωλ ύφαλος Klippeθηλυκό | Femininum, weiblich f ξέρα γεωλογία | Geologieγεωλ ύφαλος ξέρα γεωλογία | Geologieγεωλ ύφαλος Dürreθηλυκό | Femininum, weiblich f ξέρα ξηρασία ξέρα ξηρασία