„νύξη“: θηλυκό νύξη [ˈniksi]θηλυκό | Femininum, weiblich f Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Stich, Andeutung Stichαρσενικό | Maskulinum, männlich m νύξη κεντιά νύξη κεντιά Andeutungθηλυκό | Femininum, weiblich f νύξη υπαινιγμός νύξη υπαινιγμός exemples κάνω νύξη sticheln κάνω νύξη