νόμιμος
[ˈnomimos], νόμιμη, νόμιμοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- rechtmäßig, legalνόμιμος όχι αθέμιτοςνόμιμος όχι αθέμιτος
- rechtmäßigνόμιμος κληρονόμοςνόμιμος κληρονόμος
- ehelichνόμιμος παιδίνόμιμος παιδί
exemples
- νόμιμη μοίραθηλυκό | Femininum, weiblich f νομικός όρος | RechtswesenνομPflichtteilαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- νόμιμο δικαίωμαουδέτερο | Neutrum, sächlich nRechtsanspruchαρσενικό | Maskulinum, männlich m