„νουθετικός“ νουθετικός [nuθetiˈkos], νουθετική, νουθετικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) belehrend, ermahnend belehrend, ermahnend νουθετικός νουθετικός