„νεόνυμφοι“: πληθυντικός αρσενικού νεόνυμφοι [neˈonimfi]πληθυντικός αρσενικού | Maskulinum Plural mpl Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Brautpaar Brautpaarουδέτερο | Neutrum, sächlich n νεόνυμφοι νεόνυμφοι