νεοσύλλεκτος
[neoˈsilektos]αρσενικό | Maskulinum, männlich mVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Rekrutαρσενικό | Maskulinum, männlich mνεοσύλλεκτος στρατιωτικός όρος | Militär, militärischστρατνεοσύλλεκτος στρατιωτικός όρος | Militär, militärischστρατ