ναυάγιο
[naˈvajio]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Schiffbruchαρσενικό | Maskulinum, männlich mναυάγιοναυάγιο
- Scheiternουδέτερο | Neutrum, sächlich nναυάγιο αποτυχία μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφναυάγιο αποτυχία μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ
- Wrackουδέτερο | Neutrum, sächlich nναυάγιο ξεπεσμένος άνθρωποςναυάγιο ξεπεσμένος άνθρωπος