ναρκώνω
[narˈkono]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-σα; -θηκα; -μένος>Vue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- betäubenναρκώνω ιατρική | Medizinιατρναρκώνω ιατρική | Medizinιατρ
- einschläfernναρκώνω προκαλώ λήθαργοναρκώνω προκαλώ λήθαργο