„μυστήριο“: ουδέτερο μυστήριο [misˈtirio]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Mysterium, Geheimnis, Sakrament Mysteriumουδέτερο | Neutrum, sächlich n μυστήριο Geheimnisουδέτερο | Neutrum, sächlich n μυστήριο μυστήριο Sakramentουδέτερο | Neutrum, sächlich n μυστήριο θρησκεία | Religionθρησκ μυστήριο θρησκεία | Religionθρησκ