μπράτσο
[ˈbratso]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- (Ober-)Armαρσενικό | Maskulinum, männlich mμπράτσο ανατομία | Anatomieανατμπράτσο ανατομία | Anatomieανατ
- Armlehneθηλυκό | Femininum, weiblich fμπράτσο καρέκλαςμπράτσο καρέκλας